Χρόνια Νοσήματα Αναπνευστικού Συστήματος & Άσκηση
Χρόνιες πνευμονικές παθήσεις
Στις χρόνιες αποφρακτικές πνευμονοπάθειες εντάσσονται
- η χρόνια βρογχίτιδα και
Η χρόνια βρογχίτιδα είναι ένα συχνό χρόνιο νόσημα που προσβάλλει τις αεροφόρους οδούς και τις κυψελίδες, ιδιαίτερα στους καπνιστές και χαρακτηρίζεται από αύξηση παραγωγής βλέννας. - το εμφύσημα, καθώς και
Το εμφύσημα χαρακτηρίζεται από μείωση της ελαστικότητας και διάταση του τοιχώματος των αεροφόρων οδών. Συνήθως τα δύο αυτά νοσήματα συνυπάρχουν. - οι βρογχεκτασίες,
- η αποφρακτική βρογχίτιδα και
- η κυστική ίνωση.
Κύριο χαρακτηριστικό των νοσημάτων αυτών είναι η ελάττωση των εκπνευστικών ροών για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Το κάπνισμα, η ατμοσφαιρική ρύπανση και η εισπνοή άλλων ερεθιστικών ουσιών, καθώς και οι συχνές λοιμώξεις των αεροφόρων οδών, οδηγούν σε υπερτροφία των αδένων του βρογχικού δένδρου, σε αύξηση της βλέννας που εκκρίνουν, σε ελάττωση της κινητικότητας των προστατευτικών κροσσών του βρογχικού επιθηλίου, καθώς και σε υπερτροφία της βλεννογόνου του τοιχώματος των βρόγχων.
Οι μορφολογικές αυτές διαταραχές οδηγούν σε απόφραξη του αυλού των βρόγχων, που ιδιαίτερα χειροτερεύει στη διάρκεια λοίμωξης του αναπνευστικού.
Οι διαταραχές αυτές μακροχρόνια οδηγούν στην εμφάνιση πνευμονικού εμφυσήματος, δηλαδή σε μόνιμες σοβαρές βλάβες του τοιχώματος των κυψελίδων, που χάνει την ελαστικότητά του.
Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της χρόνιας βρογχίτιδας είναι
- ο βήχας (που διαρκεί περισσότερο από 3 μήνες το έτος, τα δύο τελευταία χρόνια),
- η απόχρεμψη,
- η δύσπνοια (ιδιαίτερα με την κόπωση) και
- η εύκολη προσβολή του αναπνευστικού συστήματος από λοιμώξεις.
Στην χρόνια κλινική μορφή της νόσου παρατηρείται βρογχική απόφραξη όλη τη διάρκεια του χρόνου. Παρατηρείται διήθηση της φλεγμονής στους βρόγχους.
Βρογχικό άσθμα
Απόφραξη των αεροφόρων οδών παρατηρείται και στο βρογχικό άσθμα, στο οποίο παρουσιάζονται επεισόδια παροξυντικής δύσπνοιας, που οφείλεται κυρίως σε μερική παροδική απόφραξη (σπασμό) των αεροφόρων οδών, που παρεμποδίζει κυρίως τη λειτουργία της εκπνοής.
Το βρογχικό άσθμα είναι συνήθως αποτέλεσμα βρογχικής υπεραντιδραστικότητας και αλλεργικής αντίδρασης του οργανισμού. Οι διαταραχές που εμφανίζονται στις αεροφόρους οδούς στη διάρκεια της κρίσης του βρογχικού άσθματος είναι η πρόκληση σπασμού των λείων μυϊκών ινών των βρόγχων (λόγω απελευθέρωσης ορισμένων ουσιών, όπως η ισταμίνη, ή/και διέγερσης νευρικών απολήξεων), η εμφάνιση τοπικού οιδήματος στον βλεννογόνο των βρόγχων και η υπερέκκριση βλέννας από τους αδένες του.
Στις παθήσεις του διάμεσου πνευμονικού χώρου εντάσσονται περισσότερες από 300 ασθένειες, με πιο συχνές την ιδιοπαθή πνευμονική ίνωση και την σαρκοείδωση.
Στις διάχυτες διάμεσες πνευμονοπάθειες ταξινομούνται επίσης οι πνευμονοκονιώσεις, οι πνευμονικές αγγειίτιδες, τα νοσήματα του κολλαγόνου κ.ά. Χαρακτηρίζονται από φλεγμονώδη διήθηση και ίνωση του διάμεσου πνευμονικού ιστού και των κυψελίδων, που οδηγούν κυρίως σε σημαντικά προβλήματα στη διάχυση των αερίων. Οι ασθενείς στην πλειοψηφία παρουσιάζουν ελαττωμένο πνευμονικό αερισμό, καθώς και ζωτική και ολική πνευμονική χωρητικότητα και ικανότητα διάχυσης των αερίων και για τους λόγους αυτούς εμφανίζουν έντονη δύσπνοια. Μόνο στην σαρκοείδωση και ιστιοκύττωση Χ δεν εμφανίζεται δύσπνοια.
Στις παθήσεις της πνευμονικής κυκλοφορίας εντάσσονται τα νοσήματα που επηρεάζουν την πνευμονική κυκλοφορία όπως η πνευμονική εμβολή και η πρωτοπαθής και χρόνια πνευμονική υπέρταση.
Οι διαταραχές της πνευμονικής κυκλοφορίας, δημιουργούν σοβαρά προβλήματα οξυγόνωσης του αρτηριακού αίματος και οδηγούν σε σημαντική υποξαιμία κατά την άσκηση.
Καθώς έχει γίνει αποδεκτός ο θεραπευτικός ρόλος της συστηματικής άσκησης σε ασθενείς με αποφρακτικού τύπου πνευμονοπάθειες, από το 2000 και ύστερα ξεκίνησαν να εφαρμόζονται προγράμματα θεραπευτικής άσκησης και σε ασθενείς με διάχυτες διάμεσες πνευμονοπάθειες, κυρίως πνευμονική ίνωση και σαρκοείδωση, καθώς και σε ασθενείς με πνευμονική υπέρταση.
Άσκηση σε ασθενείς με χρόνιες πνευμονοπάθειες
Στο Εργαστήριο Αθλητιατρικής του ΑΠΘ εφαρμόζονται προγράμματα θεραπευτικής άσκησης σε ασθενείς με πνευμονική υπέρταση, καθώς και σε παιδιά με κυστική ίνωση, σε συνεργασία με Πανεπιστημιακές Κλινικές της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ.
Τα προγράμματα αποκατάστασης εφαρμόζονται σε ασθενείς με ήπιου ή μέτριου βαθμού διαταραχές της πνευμονικής λειτουργίας, έχουν εξατομικευμένο χαρακτήρα και οδηγούν στην αύξηση του βαθμού ανοχής στη μυϊκή προσπάθεια και στην βελτίωση της ικανότητας εκτέλεσης σωματικού έργου.
Στόχος τους είναι να καταστήσουν τους ασθενείς αυτούς ικανούς να εκτελούν σε επαρκή βαθμό τις δραστηριότητες της καθημερινής τους ζωής, χωρίς την εμφάνιση έκδηλης δύσπνοιας. Αυτό πετυχαίνεται κυρίως με την αύξηση της τροφικότητας και βελτίωση της λειτουργικότητας των αναπνευστικών μυών. Παράλληλα βελτιώνεται και η λειτουργία των υπόλοιπων εργατικών μυών, με αποτέλεσμα τη μείωση της κατανάλωσης οξυγόνου.
Τα άτομα που πάσχουν από χρόνιες βρογχοπνευμονοπάθειες έχουν περιορισμένη ικανότητα εκτέλεσης σωματικής προσπάθειας, ακόμα και χαμηλής επιβάρυνσης, όταν υπάρχει μέτρια ή σοβαρού βαθμού αναπνευστική ανεπάρκεια.
Χαρακτηριστικό κλινικό εύρημα που οδηγεί σε ταχεία διακοπή της άσκησης στις χρόνιες πνευμονοπάθειες, είναι το αίσθημα της δύσπνοιας.
Τα αίτια που οδηγούν σε επιδείνωση της δύσπνοιας με την άσκηση είναι,
- η ελάττωση της μέγιστης εκπνευστικής ροής,
- η αύξηση της λειτουργικής υπολειπόμενης χωρητικότητας, λόγω ελάττωσης της ελαστικότητα των πνευμόνων,
- η ελάττωση της τροφικότητας και της δύναμης των αναπνευστικών μυών,
- η ελάττωση της διαχυτικής ικανότητας των πνευμόνων,
- η εμφάνιση δευτεροπαθούς πνευμονικής υπέρτασης και
- η εμφάνιση υπεραερισμού.
Ο υπεραερισμός είναι αποτέλεσμα της υποξυγοναιμίας, που επιτείνεται κατά την άσκηση, της αύξησης του νεκρού χώρου, της εμφάνισης μεταβολικής οξέωσης, λόγω αύξησης του γαλακτικού οξέος και ψυχολογικών αιτίων.
Οι ασθενείς επίσης διακόπτουν μια φυσική δραστηριότητα πρώιμα, λόγω περιφερικής κόπωσης.
Η συστηματική γύμναση στους ασθενείς αυτούς δεν αποτελεί θεραπευτικό μέσο της ίδιας της πάθησής τους, αλλά βελτιώνει την ικανότητά τους για παραγωγή σωματικού έργου.
Συνιστάται να αποφεύγεται η άσκηση σε μεγάλο υψόμετρο (μεγαλύτερο των 800-1000 m), καθώς και όταν επικρατούν άσχημες κλιματολογικές συνθήκες (χαμηλή ή υψηλή θερμοκρασία, υψηλός δείκτης υγρασίας).
Το είδος, η ένταση, η διάρκεια και η συχνότητα της άσκησης εξαρτώνται από το νόσημα, τον βαθμό της αναπνευστικής λειτουργίας των ασθενών και την φυσική επάρκειά τους.
Για αυτό πριν την ένταξή τους στα προγράμματα άσκησης επιβάλλεται η αξιολόγηση της λειτουργικής ικανότητάς τους. Η 6λεπτη δοκιμασία βαδίσματος αποτελεί μια απλή δοκιμασία πεδίου, που εκτιμά την ικανότητα των ασθενών για άσκηση, καθώς εκτιμά την απόσταση που μπορούν να διανύσουν στο διάστημα των 6 λεπτών. Στους αναπνευστικούς ασθενείς εκτελείται με ταυτόχρονη οξυμετρία, για τον έλεγχο του κορεσμού του οξυγόνου κατά την δοκιμασία.
Στην αρχική φάση εκτελούνται συνεδρίες με αερόβιες ασκήσεις χαμηλής επιβάρυνσης, όπως απλό βάδισμα, ανέβασμα κλιμάκων, και ποδηλασία σε χαμηλές εντάσεις, διάρκειας τουλάχιστον 30 min, 5 φορές την εβδομάδα.
Παράλληλα, θα πρέπει να εφαρμόζονται ασκήσεις διαλειμματικές των άνω άκρων, για την αύξηση της αντοχής και δύναμης των μυών.
Εφαρμόζονται επίσης απλές ασκήσεις που αποσκοπούν στη βελτίωση της ευκαμψίας των αρθρώσεων και μυϊκές διατάσεις, καθώς και ασκήσεις αναπνευστικής γυμναστικής.
Παράλληλα, οι ασθενείς εκπαιδεύονται σε τεχνικές οικονομικότερης και αποτελεσματικότερης αναπνοής. Οι αναπνευστικές ασκήσεις που αποβλέπουν στη βελτίωση της λειτουργικής ικανότητας του διαφράγματος και των υπολοίπων αναπνευστικών μυών.
Προτείνεται επίσης η εφαρμογή ασκήσεων ενδυνάμωσης τουλάχιστον 2 φορές την εβδομάδα, με χαμηλή ένταση προς μέτρια ένταση, περίπου στο 70% της 1 μέγιστης επανάληψης (RM), σε 2-3 σετ των 8 -12 επαναλήψεων.
Με την πάροδο του χρόνου, καθώς βελτιώνεται η ικανότητα των ασθενών να εκτελούν μυϊκό έργο αυξάνεται προοδευτικά η ένταση και η διάρκεια της γύμνασης, εφαρμόζοντας και περισσότερες και πιο δύσκολες ασκήσεις.
Η προσπάθεια των ασθενών που πάσχουν από μετρίου ή σοβαρού βαθμού υποξαιμία μπορεί να διευκολυνθεί με την εισπνοή οξυγόνου πριν την έναρξη ή κατά τη διάρκεια των ασκήσεων.
Τα προγράμματα άσκησης θα πρέπει να διαρκούν τουλάχιστον 6 μήνες, αλλά συνιστάται η δια βίου άσκηση και η υιοθέτηση ενός δραστήριου τρόπου ζωής.
Πως βοηθά η άσκηση
Η συστηματική άσκηση βελτιώνει κυρίως την ικανότητα για έργο των ασθενών, με τη βελτίωση που προκαλεί στη λειτουργία των σκελετικών μυών των άκρων.
Επίσης, ελαττώνει το αίσθημα δύσπνοιας καθώς και την κόπωση των αναπνευστικών μυών, με την ευνοϊκή επίδραση που προκαλεί στα λειτουργικά χαρακτηριστικά του πνεύμονα και στο έργο των αναπνευστικών μυών.
Αναφορικά με τα αποτελέσματα της συστηματικής άσκησης στην αναπνευστική λειτουργία, φαίνεται ότι η προπόνηση οδηγεί σε αύξηση του πνευμονικού αερισμού και της διαχυτικής ικανότητας των αερίων, δηλαδή της ικανότητας ανταλλαγής του Ο2 και του CO2 ανάμεσα στις πνευμονικές κυψελίδες και τα αιμοφόρα τριχοειδή αγγεία που τις περιβάλλουν.
Επίσης με τη συστηματική άσκηση οι αναπνευστικοί μύες (μεσοπλεύριοι μύες, διάφραγμα, κοιλιακοί μύες) εκμεταλλεύονται καλύτερα το οξυγόνο. Έτσι για ένα συγκεκριμένο έργο χρειάζεται λιγότερο οξυγόνο για τη λειτουργία των μυών αυτών στους προπονημένους αναπνευστικούς ασθενείς συγκριτικά με τους απροπόνητους.
Ένας άλλος λόγος που οι αναπνευστικοί μύες των ατόμων με αυξημένη φυσική δραστηριότητα χρειάζονται λιγότερο οξυγόνο για την εργασία τους, σε σύγκριση με τα άτομα που δεν ασκούνται, είναι το γεγονός ότι με την προπόνηση αυξάνεται η ελαστικότητα των ιστών στους πνεύμονες και στο θωρακικό τοίχωμα, με αποτέλεσμα το έργο της αναπνοής να γίνεται ευκολότερο.
Σημαντικά είναι επίσης τα οφέλη της άσκησης στον ψυχολογικό τομέα, καθώς μειώνεται το άγχος και η κατάθλιψη, αυξάνεται η αυτοπεποίθηση και βελτιώνεται η ποιότητα ζωής των ασθενών.