Χρόνιες Καρδιακές Παθήσεις
Θεραπευτική Γυμναστική

Καρδιαγγειακά Νοσήματα & Άσκηση

1. Ισχαιμική νόσος του μυοκαρδίου

Η στεφανιαία νόσος ή ισχαιμική νόσος του μυοκαρδίου εμφανίζεται όταν η παροχή αίματος (και οξυγόνου) προς το μυοκάρδιο ελαττώνεται λόγω στένωσης του αυλού των στεφανιαίων αρτηριών. Η μείωση αυτή της αιματικής ροής στο μυοκάρδιο συvήθως οφείλεται σε αθηρωματικές πλάκες που σχηματίζονται στον έσω χιτώνα του αγγείου και προβάλλουν προς τον αυλό των αρτηριών. Το κύριο συστατικό των αθηρωματικών πλακών είναι τα λιπίδια (κυρίως χοληστερόλη), καθώς και φλεγμονώδη κύτταρα, λεία μυϊκά κύτταρα, ινώδη ιστό, κ.ά.

Όταν το έργο της καρδιάς είναι αυξημένο, όπως π.χ. συμβαίνει στη διάρκεια μιας σωματικής εργασίας, τότε είναι αυξημένες και οι απαιτήσεις του μυοκαρδίου για αίμα και οξυγόνο. Το πρόβλημα λοιπόν εμφανίζεται όταν διαταράσσεται η αρμονική ισορροπία ανάμεσα στην προσφορά οξυγόνου, λόγω των βλαβών στις στεφανιαίες αρτηρίες, και στην ζήτηση του απαραίτητου αυτού στοιχείου από το μυοκάρδιο.

Έτσι εκδηλώνεται η ισχαιμική νόσος του μυοκαρδίου στο άτομο είτε με τη μορφή στηθάγχης (που παρουσιάζεται συνήθως με πόνο στο στήθος, ολιγόλεπτης διάρκειας, σε μια κόπωση ή ψυχική ένταση ή ακόμη και σε ηρεμία), είτε με τη μορφή του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου. Το κύριο σύμπτωμα του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου είναι δυνατός πόνος , διάρκειας μεγαλύτερης της μισής ώρας, που εντοπίζεται συνήθως στο στήθος (οπισθοστερνικός) χωρίς να αποκλείονται άλλες εντοπίσεις ή/και αντανακλάσεις, και συχνά συνοδεύεται και από άλλα συμπτώματα (ψυχρή εφίδρωση, εμετός, ζάλη, αίσθημα παλμών κ.ά.). Έχει διαπιστωθεί ότι υπάρχουν συγκεκριμένοι παράγοντες κινδύνου, που άμεσα σχετίζονται με την εμφάνιση των αθηρωματικών πλακών στις στεφανιαίες αρτηρίες και επομένως με την εκδήλωση της ισχαιμικής καρδιοπάθειας. Ο περιορισμός ορισμένων από τους παράγοντες αυτούς οδήγησε σε δραματική ελάττωση της συχνότητας της πάθησης σε αναπτυγμένες, από πλευράς προληπτικής ιατρικής, χώρες.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το 85% περίπου του σύγχρονου μεσήλικα άνδρα έχει ένα ή περισσότερους από τους παράγοντες κινδύνου για στεφανιαία ανεπάρκεια. Οι κλασικοί παράγοντες αυτοί είναι:

  • Το φύλο - μη τροποποιήσιμοι
    Μεγάλες στατιστικές μελέτες απέδειξαν ότι η συχνότητα της νόσου είναι σημαντικά μεγαλύτερη στους άνδρες συγκριτικά με τις γυναίκες που έχουν ακόμη έμμηνο ρύση. Αυτό οφείλεται κυρίως στον προστατευτικό ρόλο των γυναικείων ορμονών (κυρίως των οιστρογόνων) απέναντι στην εμφάνιση της αθηρωμάτωσης. Ο ρόλος αυτός παύει με την εμμηνόπαυση (φυσιολογική ή προκλητή μετά από χειρουργική επέμβαση).
  • Η ηλικία - μη τροποποιήσιμοι
    Στους άνδρες αυξημένος κίνδυνος εμφανίζεται μετά τα 40 έτη και φτάνει στο μεγαλύτερο ποσοστό στη δεκαετία των 50-60 ετών. Στη γυναίκα κατά τη δεκαετία των 45-55 ετών, μετά δηλαδή την εμμηνόπαυση, το έμφραγμα του μυοκαρδίου είναι δύο φορές συχνότερο από ότι κατά την προεμμηνοπαυσιακή περίοδο.
  • Κληρονομικότητα. - μη τροποποιήσιμοι
    Έχει αποδειχθεί ότι η νόσος είναι συχνότερη στα άτομα με επιβαρυμένο κληρονομικό ιστορικό για έμφραγμα του μυοκαρδίου. Αυτό κυρίως οφείλεται στην κληρονομική μεταβίβαση ορισμένων παραγόντων κινδύνου, όπως η υπερλιπιδαιμία, η αρτηριακή υπέρταση κ.ά. Η αρτηριακή υπέρταση. Η αυξημένη αρτηριακή πίεση συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την εμφάνιση αρτηριοσκλήρωσης και εκδήλωσης στεφανιαίας νόσου.
  • Η Υπερλιπιδαιμία και ιδιαίτερα η υπερχοληστεριναιμία - τροποποιήσιμοι
    Ο στόχος για την πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη της νόσου είναι η διατήρηση αυξημένων επιπέδων HDL (λιποπρωτεΐνη υψηλής πυκνότητας) και χαμηλών επιπέδων LDL (λιποπρωτεΐνη χαμηλής πυκνότητας). Οι σύγχρονες οδηγίες συνιστούν η ολική χοληστερόλη να είναι <200 mg/dl, η HDL>40 mg/dl και η LDL < 100 mg/dl σε άτομα με στεφανιαία νόσο, σακχαρώδη διαβήτη ή πάνω από 3 παράγοντες κινδύνου. Σε άτομα που έχουν μέχρι 1 παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση της στεφανιαίας νόσου προτείνεται LDL < 160 mg/dl.
  • Διατροφή - τροποποιήσιμοι
    Τα παχύσαρκα άτομα διατρέχουν διπλάσιο κίνδυνο να εμφανίσουν έμφραγμα του μυοκαρδίου από τα άτομα με φυσιολογικό βάρος. Αυτό οφείλεται κυρίως στην αύξηση της χοληστερόλης και των άλλων λιπιδίων, που είναι αποτέλεσμα της κακής διατροφής. Η μεγάλη εναπόθεση λιπώδους ιστού στο σώμα και ιδιαίτερα στην κοιλιακή χώρα έχει βρεθεί ότι αποτελεί ένα ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση της στεφανιαίας νόσου. Η σωστή διατροφή χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις:
    • Οι θερμίδες θα πρέπει να είναι τόσες ώστε να μην αυξάνεται το σωματικό βάρος.
    • Το συνολικό λίπος δεν θα πρέπει να προσφέρει περισσότερο από το 30% των θερμίδων.
    • Η πρόσληψη της χοληστερόλης δεν πρέπει να ξεπερνά καθημερινά τα 250 mg.
    • Το ποσό των θερμίδων που προσφέρεται από το λίπος της διατροφής δεν πρέπει να ξεπερνά το 8% για τα κορεσμένα (ζωικά) λίπη, το 10% για τα μονοακόρεστα και το 10% ή περισσότερο για τα πολυακόρεστα.
    • Οι πρωτεΐνες πρέπει να προσλαμβάνονται σε ποσοστό που να μην προσφέρουν περισσότερο από 15% των θερμίδων, και
    • η πρόσληψη του άλατος πρέπει να είναι λιγότερο από 4 g την ημέρα.
  • Το κάπνισμα -τροποποιήσιμοι
    Η σύνδεση του καπνίσματος με την στεφανιαία νόσο, καθώς και με τον καρκίνο του πνεύμονα, έχει αναγνωριστεί από όλους. Το 40% των συστηματικών καπνιστών διατρέχουν κίνδυνο να πεθάνουν πρόωρα από καρδιοπάθειες ή πνευμονοπάθειες, ενώ μόνο το 15% των μη καπνιστών διατρέχουν παρόμοιο κίνδυνο. Με βάση τα πρόσφατα στατιστικά δεδομένα, το 40% του πληθυσμού της Ελλάδας είναι καπνιστές, με σημαντική υπεροχή των ανδρών (46%) έναντι των γυναικών (34%).
  • Η υποκινητικότητα - τροποποιήσιμοι
    Η συστηματική άσκηση προστατεύει τον άνθρωπο από την στεφανιαία νόσο, γιατί βελτιώνει την αιμάτωση και τη λειτουργία του μυοκαρδίου και περιορίζει αρκετούς από τους υπόλοιπους παράγοντες κινδύνου.
  • Το άγχος -τροποποιήσιμοι
    Έχει διαπιστωθεί ότι το καθημερινό άγχος, κυρίως στα άτομα με προσωπικότητα τύπου Α, αυξάνει την πιθανότητα προσβολής από ισχαιμική καρδιοπάθεια.
  • Ο σακχαρώδης διαβήτης-τροποποιήσιμοι
    Θεωρείται πλέον ισοδύναμος με στεφανιαία νόσο. Μια από τις πιο συχνές επιπλοκές του διαβήτη είναι η αγγειοπάθεια. Προκαλείται είτε απευθείας βλάβη στα στεφανιαία αγγεία είτε διευκολύνεται έμμεσα η εμφάνιση αθηρωμάτωσης, καθώς ο σακχαρώδης διαβήτης συνοδεύεται από άλλους παράγοντες κινδύνου (υπερχοληστεριναιμία, υπέρταση, παχυσαρκία κ.ά.). Οι διαβητικοί ασθενείς εμφανίζουν επίσης υπερινσουλιναιμία και ινσουλινοαντίσταση, που συμβάλλουν ανεξάρτητα στην εμφάνιση της στεφανιαίας νόσου.
  • Λήψη ουσιών (π.χ. αλκοόλ) ή φαρμάκων (π.χ. αντισυλληπτικά) -τροποποιήσιμοι
    που προδιαθέτουν στην εμφάνιση αθηρωμάτωσης.

Από τους παράγοντες κινδύνου άλλοι είναι τροποποιήσιμοι και άλλοι μη τροποποιήσιμοι, όπως η κληρονομικότητα και το φύλο.

Στόχος, λοιπόν, της σύγχρονης θεραπευτικής είναι ο εντοπισμός των ατόμων που θεωρούνται αυξημένου καρδιαγγειακού κινδύνου και η αντιμετώπιση των τροποποιήσιμων παραγόντων.

1. Καρδιακή ανεπάρκεια

Ως καρδιακή ανεπάρκεια χαρακτηρίζεται η αδυναμία της καρδιάς να διατηρήσει επαρκή κυκλοφορία αίματος, ώστε να καλύψει τις μεταβολικές ανάγκες των ιστών.

Στα αρχικά στάδια η αδυναμία αυτή διαπιστώνεται όταν οι μεταβολικές ανάγκες είναι αυξημένες, όπως π.χ. συμβαίνει κατά την άσκηση. Έτσι λοιπόν ως καρδιακή ανεπάρκεια μπορεί να χαρακτηρισθεί ο βαθμός απόδοσης της αριστερής κοιλίας που είναι ανεπαρκής για να ανταποκριθεί στις λειτουργικές απαιτήσεις του οργανισμού ενός ατόμου για άσκηση.

Στην πλειοψηφία της η καρδιακή ανεπάρκεια είναι ισχαιμικής αιτιολογίας. Άλλα πιθανά αίτια που μπορεί να οδηγήσουν σε καρδιακή ανεπάρκεια είναι

  • ανατομικά (βαλβιδοπάθειες, συγγενείς καρδιοπάθειες),
  • ενδογενείς νόσοι του μυοκαρδίου (μυοκαρδιοπάθειες, αμυλοείδωση, κ.ά.),
  • αυξημένο φορτίο έργου (υπέρταση, αναιμία, κ.ά.),
  • ιατρογενής μυοκαρδιακή βλάβη, όπως από φάρμακα (π.χ. δισοπυραμίδη) κ.ά.

3. Αρτηριακή υπέρταση

Η αρτηριακή υπέρταση αποτελεί ένα από τα συχνότερα προβλήματα για την υγεία αφού συνδέεται με αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα.

Δυστυχώς η υπέρταση σήμερα υποδιαγιγνώσκεται και υποθεραπεύεται, καθώς πολλοί δεν γνωρίζουν ότι πάσχουν από υπέρταση. Η αρτηριακή υπέρταση, η διατήρηση δηλαδή της αρτηριακής πίεσης του αίματος σε επίπεδα υψηλότερα των φυσιολογικά αποδεκτών (140/90 mm Hg), αποτελεί μια συχνή παθολογική κατάσταση, ιδιαίτερα στους ενήλικες.

Η συχνότητά της κυμαίνεται στο 10-20% περίπου του πληθυσμού στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τις πρόσφατες οδηγίες υπάρχει μια διαβάθμιση της υπέρτασης σύμφωνα με τις τιμές ηρεμίας της. Στο 90% των περιπτώσεων αρτηριακής υπέρτασης η αιτία είναι άγνωστη (ιδιοπαθής υπέρταση).

Ενοχοποιούνται κληρονομικοί παράγοντες, κακή διατροφή (παχυσαρκία), stress κ.ά., αλλά γεγονός είναι ότι δεν υπάρχει παθολογικό υπόστρωμα κάποιας νόσου.

Κύριοι παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί που οδηγούν στην αύξηση της αρτηριακής πίεσης του αίματος, είναι η αύξηση του όγκου παλμού (κατακράτηση νατρίου και ύδατος) και η αύξηση των περιφερικών αγγειακών αντιστάσεων

AΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΗ ΥΓΕΙΑ - ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΠΡΟΛΗΨΗ

H συστηματική αερόβια άσκηση προστατεύει σε ικανοποιητικό βαθμό το μυοκάρδιο από την ισχαιμική νόσο, αναστέλλoντας ή επιβραδύνοντας την εμφάνισή της. Οι μηχανισμοί με τους οποίους υποστηρίζεται ότι η συστηματική άσκηση παρέχει πρωτογενή προστασία έναντι της στεφανιαίας νόσου, μπορεί να διαιρεθούν σε δύο κατηγορίες:

  • σε αυτούς που μειώνουν τις απαιτήσεις του μυοκαρδίου σε Ο2
    (όπως η ελάττωση της καρδιακής συχνότητας κατά την ηρεμία και σε υπομέγιστη άσκηση) και
  • σε αυτούς που βελτιώνουν τους τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου,
    όπως αρτηριακή υπέρταση, υπερλιπιδαιμία, παχυσαρκία, κ.ά.

Σύμφωνα με τις πρόσφατες οδηγίες, η συστηματική άσκηση συμβάλλει σημαντικά στη διατήρηση της καρδιαγγειακής υγείας, όταν περιέχει τα εξής χαρακτηριστικά:

ΤύποςΣυχνότηταΈντασηΔιάρκεια
Αερόβιες ασκήσεις
βάδισμα, τρέξιμο, ποδηλασία, κολύμβηση, χορός, κ.α
6-7 φορές την εβδομάδα
  • 50-70% της VO2peak, 
  • 65-86% της ΚΣmax, 
  • 13-14 της κλίμακας Borg
  • 60-90% της μέγιστης προβλεπόμενης καρδιακής συχνότητας ή στο 
  • 50-85% της μέγιστης πρόσληψης οξυγόνου. 
20-30 min (προτιμότερο 30-45 min)
ασκήσεις ενδυνάμωσης
είτε σε μηχανήματα είτε με προσαρμοσμένα βαράκια, λάστιχα ή αντιστάσεις. 
2-3 συνεδρίες την εβδομάδα με τουλάχιστον μια ημέρα κενόμέτριας έντασης 10-15 επαναλήψεις; 1-3 σετ από 8-10 ασκήσεις άνω και κάτω άκρων

α. Τύπος:
Μικτού τύπου ασκήσεις.
Αερόβιες ασκήσεις, όπως βάδισμα, τρέξιμο, ποδηλασία, κολύμβηση, χορός, κ.α και

ασκήσεις ενδυνάμωσης είτε σε μηχανήματα είτε με προσαρμοσμένα βαράκια, λάστιχα ή αντιστάσεις.

β. Συχνότητα:
Αερόβιες ασκήσεις τις περισσότερες ημέρες την εβδομάδα ή (τουλάχιστον 4-5 φορές την εβδομάδα και προτιμότερο καθημερινή γύμναση: 6-7 φορές την εβδομάδα).


Ασκήσεις ενδυνάμωσης: 2-3 συνεδρίες την εβδομάδα με τουλάχιστον μια ημέρα κενό

γ. Ένταση:
Αερόβιες ασκήσεις κοντά στο αναπνευστικό αναερόβιο κατώφλι: 50-70% της VO2peak, 65-86% της ΚΣmax, 13-14 της κλίμακας Borg. ή της αντιστοιχεί στο 60-90% της μέγιστης προβλεπόμενης καρδιακής συχνότητας ή στο 50-85% της μέγιστης πρόσληψης οξυγόνου.

Ασκήσεις ενδυνάμωσης: μέτριας έντασης

δ. Διάρκεια:
Αερόβιες ασκήσεις τουλάχιστον 20-30 min (προτιμότερο 30-45 min)

Όλοι οι υγιείς ενήλικες συνιστάται να συμμετέχουν τουλάχιστον για 150 min την εβδομάδα σε μέτριας έντασης ή 75 min την εβδομάδα σε υψηλής έντασης αερόβιες δραστηριότητες ή/και συνδυασμό αυτών.

Ασκήσεις ενδυνάμωσης: 10-15 επαναλήψεις; 1-3 σετ από 8-10 ασκήσεις άνω και κάτω άκρων

Συμπληρωματικά, προτείνεται να εφαρμόζουν ασκήσεις ενδυνάμωσης τουλάχιστον δύο ή παραπάνω (αλλά όχι συνεχόμενες) ημέρες την εβδομάδα.

Η άσκηση θα πρέπει να συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια του έτους, με στόχο τη δια βίου άσκηση.

Διακοπή της άσκησης

Έχει διαπιστωθεί ότι η φυσική ικανότητα του ατόμου ελαττώνεται σημαντικά 2-3 εβδομάδες μετά τη διακοπή της συστηματικής φυσικής δραστηριότητας,ενώ 3-8 μήνες μετά τη διακοπή της το άτομο επανέρχεται στη φυσική κατάσταση που ήταν πριν αρχίσει να προπονείται.

Επίσης 1-4 μήνες μετά τη διακοπή χάνονται οι προσαρμογές που επέφερε η άσκηση.

ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑ ΝΟΣΟΣ - ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΗΣ ΠΡΟΛΗΨΗ

Τα προγράμματα αποκατάστασης είχαν αρχικά εφαρμογή σε ασθε μετά από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, χωρίς όμως εκδηλώσεις στηθάγχης. Σήμερα απευθύνονται και σε ασθενείς με σταθερή στηθάγχη, μετά από αγγειοπλαστική, εγχείρηση επαναιμάτωσης των στεφανιαίων αγγείων, εμφύτευση βηματοδότη ή απινιδωτή, με μικρού ή μετρίου βαθμού καρδιακή ανεπάρκεια, μεταμόσχευση καρδιάς κ.ά.

Τα προγράμματα αποκατάστασης καρδιοπαθών αποβλέπουν στην επαγγελματική και κοινωνική επαναδραστηριοποίησή τους και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους.

Τα τελευταία είκοσι έτη έχει επιπρόσθετα αποδειχθεί ότι η αυξημένη φυσική δραστηριότητα σε ασθενείς μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου συμβάλλει στην επιβράδυνση ή/και αναστολή της εξέλιξης της αθηροσκλήρωσης στα στεφανιαία αγγεία και μείωση της θνητότητας σε σημαντικό ποσοστό.

Η ασφαλής ένταξη ενός ασθενούς σε προσεκτικά σχεδιασμένη θεραπευτική γύμναση ή ασκησιοθεραπεία ενός προγράμματος αποκατάστασης γίνεται μόνο μετά από πλήρη έλεγχο του καρδιαγγειακού του συστήματος.

Ιδιαίτερη προσοχή και συνεχής παρακολούθηση απαιτείται σε ασθενείς, στους οποίους συνυπάρχουν και άλλες παθολογικές καταστάσεις, όπως σοβαρή αρτηριακή υπέρταση, πνευμονοπάθειες, αναιμία, νεφρική ανεπάρκεια κ.ά. ή σε εκείνους που λαμβάνουν ισχυρές δόσεις ορισμένων φαρμάκων, όπως διουρητικών, αγγειοδιασταλτικών, β-blockers κ.ά..

Αντενδείξεις

Στα προγράμματα αυτά αντενδείκνυται να συμμετέχουν ασθενείς με

  • ασταθή στηθάγχη,
  • κακοήθη υπέρταση,
  • σοβαρού βαθμού στένωση της αορτής,
  • αρρύθμιστο σακχαρώδη διαβήτη κ.ά.

Το πρόγραμμα γύμνασης πρέπει να είναι εξατομικευμένο με βάση την ηλικία, το φύλο, την πάθηση, το βαθμό φυσικής επάρκειας και τους στόχους κάθε ασθενούς.

Το πρόγραμμα άσκησης θα πρέπει να γίνεται υπό την επίβλεψη ιατρικού ή κατάλληλα εκπαιδευμένου παραϊατρικού προσωπικού.

Εφόσον τηρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις ο κίνδυνος εμφάνισης επιπλοκών κατά την άσκηση είναι μικρός.

Απαραίτητη είναι η ενημέρωση του ασθενούς και των συγγενών του για τους σκοπούς του προγράμματος, τη μεθοδολογία που θα ακολουθηθεί και τους πιθανούς κινδύνους του.

Κύριο στοιχείο όλων των προγραμμάτων είναι η ορθά προγραμματισμένη συστηματική σωματική άσκηση, που να βασίζεται στα αποτελέσματα της λειτουργικής αξιολόγησης κάθε ασθενούς.

Τα προγράμματα θα πρέπει να έχουν ποικιλία ασκήσεων, ώστε να διατηρούν το ενδιαφέρον του ασθενούς. Πρέπει επίσης να δίνονται συμβουλές για σωστή διατροφή, καταστολή των παραγόντων υψηλού κινδύνου κ.ά.

Τα προγράμματα αποκατάστασης καρδιοπαθών

Τα προγράμματα αποκατάστασης καρδιοπαθών περιλαμβάνουν τέσσερις φάσεις, που αποσκοπούν στη βελτίωση της φυσικής τους επάρκειας, στην ψυχολογική τους υποστήριξη και στην προτροπή για υγιεινό τρόπο διαβίωσης.

Η πρώτη φάση αφορά την περίοδο νοσηλείας του ασθενούς στο νοσοκομείο.
Η δραστηριοποίησή του ξεκινά δύο μέρες περίπου μετά την εκδήλωση του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου, που δεν συνοδεύεται από επιπλοκές, και αποβλέπει στην αποκατάσταση των προβλημάτων που δημιουργούνται από την ακινητοποίησή του στη μονάδα εντατικής θεραπείας. Η δραστηριοποίηση του ασθενούς ξεκινά συνήθως από τον φυσικοθεραπευτή με την κινητοποίηση του από την κλίνη, αναπνευστική γυμναστική, διατήρηση της ευκαμψίας των αρθρώσεων και μαλάξεις των κάτω άκρων. Προοδευτικά η κινητοποίηση αυτή γίνεται πλέον συστηματική και εντατική και περιλαμβάνει βάδισμα του ασθενούς και ανεβοκατέβασμα λίγων βαθμίδων. Στο τέλος της φάσης αυτής γίνεται απαραίτητα εκτίμηση της καρδιακής λειτουργίας του ασθενούς.

Μετά την έξοδο του ασθενή από το νοσοκομείο ξεκινά η δεύτερη φάση που διαρκεί 2-3 μήνες και ορθό είναι να γίνεται σε καλά οργανωμένο κέντρο αποκατάστασης. Στο κέντρο αυτό το προσωπικό αποτελείται από ειδικό καρδιολόγο, εργοφυσιολόγο, διαιτολόγο, ψυχολόγο, κοινωνικό σύμβουλο και εξειδικευμένους ασκησιοθεραπευτές. Τα προγράμματα γύμνασης στην περίοδο αυτή γίνονται υπό τις οδηγίες εξειδικευμένων γυμναστών και περιλαμβάνουν αεροβικού τύπου ασκήσεις, με συχνότητα 3 φορές την εβδομάδα, όπως βάδισμα, κολύμβηση και ποδηλασία, διάρκειας 30-60 min. Στη διάρκεια των πρώτων 4 εβδομάδων η ένταση της άσκησης ορίζεται στο 70-85% της μεγαλύτερης καρδιακής συχνότητας που επιτεύχθηκε κατά την υπομέγιστη δοκιμασία κόπωσης στο τέλος της φάσης Ι (συνήθως 90-120 σφ/min). Αν ο ασθενής δεν μπορεί να υποβληθεί σε δοκιμασία κόπωσης, τότε η ένταση της άσκησης θα πρέπει να αυξάνει την καρδιακή συχνότητα κατά 20-30 σφ/min περισσότερο από την καρδιακή συχνότητα ηρεμίας. Στις επόμενες τέσσερις εβδομάδες του προγράμματος η ένταση και η διάρκεια της άσκησης είναι προοδευτικά αυξανόμενη. Στη διάρκεια της άσκησης η καρδιακή συχνότητα καταγράφεται με διάφορες τεχνικές (τηλεμετρία, Holter monitoring, sport tester κ.ά.).

Μια συνηθισμένη συνεδρία ασκήσεων στη διάρκεια της φάσης αυτής περιλαμβάνει:

α) 10 min ποδηλασία ήπιας έντασης και 10 min προθέρμανση με διάφορες ασκήσεις γυμναστικής,

β) 30 min αεροβικού τύπου ασκήσεις που να οδηγούν στην καρδιακή συχνότητα που προαναφέρθηκε.

Η περίοδος της προθέρμανσης είναι απαραίτητη για την καλή προετοιμασία του μυοσκελετικού συστήματος για να δεχτεί την επιβάρυνση και την αποφυγή κακώσεων. Το βάδισμα, το jogging, η κολύμβηση, η ποδηλασία, οι αεροβικού τύπου ασκήσεις σε steps αποτελούν τις πλέον δημοφιλείς αερόβιου τύπου ασκήσεις, στις οποίες συμμετέχουν μεγάλες μυϊκές ομάδες χωρίς να επιβαρύνεται σημαντικά το καρδιαγγειακό σύστημα.

Στόχος της φάσης ΙΙ των προγραμμάτων αποκατάστασης είναι να ξοδεύει ο ασθενής στο τέλος της τουλάχιστον 8 ενεργειακά ωριαία ισοδύναμα (ΜΕΤs) την εβδομάδα, ώστε να επιτυγχάνονται τα αναμενόμενα οφέλη. Ο ασθενής δεν θα πρέπει να αρκείται μόνο στα καθορισμένα προγράμματα, αλλά και τις υπόλοιπες ώρες θα πρέπει να αναπτύσσει μια ικανοποιητική φυσική δραστηριότητα.

Η ένταξη των ασθενών στην τρίτη φάση,που μπορεί να πραγματοποιείται και σε γενικά γυμναστήρια, θα πρέπει να γίνει, εφόσον έχει περάσει ένα χρονικό διάστημα 6-12 εβδομάδων μετά το οξύ έμφραγμα ή 8-14 εβδομάδων μετά από εγχείρηση επαναιμάτωσης. Η τρίτη φάση διαρκεί 4-6 μήνες. Το πρόγραμμα θα πρέπει να γίνεται 3-5 φορές την εβδομάδα. Η ένταση της γύμνασης θα πρέπει να αντιστοιχεί στο 60-90% της μέγιστης καρδιακής συχνότητας ή στο 50-85% της μέγιστης πρόσληψης Ο2. Η διάρκεια εξαρτάται κυρίως από την ένταση. Έτσι η διάρκεια θα είναι μεγαλύτερη, όταν η ένταση είναι μικρή και το αντίθετο. Η μέση διάρκεια πάντως πρέπει να είναι 30-60 min με χαμηλή ένταση, ώστε να αποφευχθούν τυχόν επιπλοκές. Στη φάση αυτή στις αεροβικές ασκήσεις προστίθενται και ασκήσεις με στατικό χαρακτήρα μέτριας έντασης, που αποβλέπουν στην αύξηση και διατήρηση της μυϊκής ισχύος .Παραδείγματα τέτοιων ασκήσεων είναι οι μυϊκές διατάσεις με αντιστάσεις, η εκτέλεση ασκήσεων με βαράκια προσαρμοσμένα στα άνω ή/και στα κάτω άκρα κ.ά. Θα πρέπει να εκτελούνται τουλάχιστον 2 φορές την εβδομάδα για 10-15 min, 8-10 ισομετρικού τύπου ασκήσεις, που η κάθε μια να περιλαμβάνει περίπου 8 επαναλήψεις.

Η τέταρτη φάση είναι αναπόσπαστο μέρος της προηγούμενης και αποβλέπει στην πλήρη επανένταξη του ατόμου στα προηγούμενα επίπεδα φυσιολογικής ζωής.

Τυχόν διακοπή της συστηματικής άσκησης οδηγεί σε απώλεια των καρδιαγγειακών οφελών που επιτεύχθηκαν. Συγκεκριμένα διακοπή για 4-12 εβδομάδες ελαττώνει κατά 50% την αρχική βελτίωση στην VO2max.

ΑΣΚΗΣΗ ΣΤΗ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ

Η ειδικά προγραμματισμένη χρόνια άσκηση των ασθενών με καρδιακή ανεπάρ είναι ασφαλής και οδηγεί σε βελτίωση της συνολικής λειτουργικής ικανότητας, της νοσηρότητας και της θνητότητας. Στο Εργαστήριο Αθλητιατρικής του ΤΕΦΑΑ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έχει αρχίσει από το 1997 η εφαρμογή προγραμμάτων αποκατάστασης ασθενών με στεφανιαία νόσο και καρδιακή ανεπάρκεια. Στα προγράμματα αυτά συμμετέχει δωρεάν ένας μεγάλος αριθμός καρδιοπαθών. Η γύμνασή τους γίνεται σε δημοτικά γυμναστήρια της Θεσσαλονίκης. Τα προγράμματα άσκησης είναι κατάλληλα διαμορφωμένα, ώστε να είναι ωφέλιμα και ακίνδυνα και η γύμναση γίνεται από εξειδικευμένους και έμπειρους καθηγητές φυσικής αγωγής και υπό την επίβλεψη ιατρικού προσωπικού.

Οι ιδιαίτεροι χαρακτήρες που πρέπει να έχει ένα πρόγραμμα γύμνασης ασθενών με χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια ώστε να οδηγεί σε ωφέλιμες προσαρμογές και να μην εγκυμονεί κινδύνους είναι οι εξής:

α) Η συχνότητα της γύμνασης να είναι τουλάχιστον 3-5 φορές της εβδομάδα με στόχο την καθημερινή γύμναση

β) Η διάρκεια της κάθε συνεδρίας γύμνασης να είναι τουλάχιστον 20 min στη αρχή με προοδευτική αύξησή της στη συνέχεια του προγράμματος, που να φτάσει σε 60 min

γ) Η ένταση των ασκήσεων αρχικά πρέπει να είναι ήπια προς μέτρια και να προκαλεί αύξηση της καρδιακής συχνότητας μέχρι το 60% της μέγιστης προβλεπόμενης (ΗR max) ή το 50% της υπολειπόμενης καρδιακής συχνότητας ή το 50% της VO2 peak. Αυτή η επιβάρυνση ισοδυναμεί με ένταση κάτω από το αναερόβιο αναπνευστικό κατώφλι και με βάση την κλίμακα του Borg RPE <11. Σταδιακά η ένταση πρέπει να αυξάνει ανάλογα με την λειτουργική ικανότητα του ασθενούς και την κλινική του κατάσταση. Μετά από 2-4 εβδομάδες μπορεί να αυξάνει η ένταση των ασκήσεων σε βαθμό που να συνοδεύεται από αύξηση της καρδιακής συχνότητας στο 60-70% της υπολειπόμενης (RPE 12-14). Καθώς ο ασθενής αποκτάει προσαρμογές αυξάνεται σταδιακά η διάρκεια της συνεδρίας άσκησης και η συχνότητα γύμνασης και τελευταία η ένταση της άσκησης. Η ελάχιστη ένταση για τη βελτίωση της αερόβιας ικανότητας σε ασθενείς με καρδιαγγειακά νοσήματα είναι το 45% of VO2R (70% HR max), ενώ σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια η ελάχιστη απαιτούμενη ένταση μπορεί να φτάσει και το 23% of VO2R (ή και ακόμη και πιο χαμηλή). Βέβαια η ένταση των ασκήσεων εξαρτάται από το βαθμό λειτουργικής ικανότητας της αριστερής κοιλίας, καθώς και από την συνολική λειτουργική κατάσταση των ασθενών.

δ) Οι ασκήσεις προτείνεται να είναι αρχικά ισοτονικού τύπου και να χρησιμοποιούνται κυρίως οι μεγάλοι μύες των κάτω άκρων.
Παραδείγματα τέτοιων ασκήσεων είναι το βάδισμα, το ελαφρό τροχάδην και η ποδηλασία . Στη συνέχεια του προγράμματος (2-4 εβδομάδες) προστίθενται καλλισθενικές ασκήσεις, καθώς και ασκήσεις σε βαθμίδες (steps) υπό μουσική,χορός, κολύμβηση καθώς και ασκήσεις με μπάλες. Παράλληλα, συνιστάται και η εφαρμογή ασκήσεων ενδυνάμωσης των μυών με δυναμικού τύπου ασκήσεις 2 με 3 φορές την εβδομάδα σε μη διαδοχικές ημέρες.

Στο αρχικό στάδιο
συνιστάται η εφαρμογή 1-3 σετ από 4-8 ασκήσεις για τις μεγάλες μυικές ομάδες, με 5-10 επαναλήψεις σε χαμηλή ένταση (<30% MVC).

Στη συνέχεια
αυξάνονται οι επαναλήψεις σε 12-25 με ένταση 30-50% MVC (RPE 12-13) με στόχο την αύξηση της μυϊκής αντοχής.

Προτείνεται να εφαρμόζονται 5-10 min μυικές διατάσεις. Σε κάθε συνεδρία γύμνασης είναι απαραίτητη η προσεκτική προθέρμανση στην αρχή και η αποκατάσταση στο τέλος. Επίσης τουλάχιστον τον πρώτο μήνα του προγράμματος θα πρέπει να γίνεται συνεχής έλεγχος του καρδιακού ρυθμού και κατά συχνά διαστήματα της αρτηριακής πίεσης των ασθενών.

Τα τελευταία έτη εφαρμόζουμε προγράμματα άσκησης με ψυχαγωγικό χαρακτήρα, όπως ζούμπα, γιόγκα, πιλάτες, υδρογυμναστική, ελληνικό παραδοσιακό χορό κ.ά. με στόχο τη μεγαλύτερη παρακίνηση των ασθενών συμμετοχής σε αυτά.

Στα σύγχρονα κέντρα καρδιακής αποκατάστασης για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται συνήθως τηλεμετρικοί μέθοδοι. Με την ανάπτυξη της τηλεϊατρικής η γύμναση μπορεί να γίνεται με ασφάλεια και στην οικία του ασθενούς χωρίς την παρουσία ιατρού και εξειδικευμένου γυμναστή στο χώρο γύμνασης.

Αντενδείξεις

Αντενδείξεις για άσκηση έχουν τα άτομα στα οποία

  • η υπέρταση δεν ρυθμίζεται σωστά (συστολική >180 mmHg και διαστολική >110 mmHg),
  • έχουν επιπλοκές από τους οφθαλμούς,
  • από τους νεφρούς, καθώς και σε όσους συνυπάρχει
  • μη καλά ρυθμιζόμενος σακχαρώδης διαβήτης.

Επίσης η άσκηση θα πρέπει να διακόπτεται όταν οι τιμές της ΑΠ αυξάνουν σημαντικά κατά την άσκηση (πάνω από 220 mmHg η συστολική και πάνω από 110 mmHg η διαστολική ή εκδηλώνεται στηθάγχη, ζάλη, αρρυθμίες ή δύσπνοια.

Ασθενείς με ήπια υπέρταση και χωρίς άλλους ιδιαίτερους παράγοντες κινδύνου (π.χ. παχυσαρκία, κάπνισμα, στεφανιαία νόσος, σακχαρώδης διαβήτης, κ.ά.), μπορεί να συμμετέχουν ελεύθερα σε όλες τις αθλητικές δραστηριότητες, σύμφωνα βέβαια με την ηλικία και τη φυσική επάρκειά τους.

Ασθενείς με ήπια ή μέτρια υπέρταση και με συνύπαρξη σε μέτριο βαθμό ορισμένων παραγόντων κινδύνου θα πρέπει να αποφεύγουν στατικές ασκήσεις μέτριας ή υψηλής επιβάρυνσης.

Τέλος, ασθενείς με αυξημένους παράγοντες κινδύνου επιτρέπεται η συμμετοχή σε προγράμματα γύμνασης που έχουν χαμηλής έντασης αερόβιας ασκήσεις (π.χ. βάδισμα, ποδηλασία ή κολύμβηση).

Τα προγράμματα γύμνασης θα πρέπει να είναι εξατομικευμένα σύμφωνα με τις δυνατότητες και τους στόχους κάθε ασθενή και να υπάρχει συνεργασία θεράποντος ιατρού, γυμναστή και ασθενούς.

Κατά τη διάρκεια της άσκησης θα πρέπει να γίνεται τακτική μέτρηση της αρτηριακής πίεσης, για την αποφυγή επιπλοκών.

Οι χαρακτήρες της γύμνασης που προσφέρουν προστασία από την εκδήλωση αρτηριακής υπέρτασης ή/και συμβάλλουν αποτελεσματικά στη θεραπεία της είναι:

  1. H συχνότητα της γύμνασης να είναι 3-5 φορές την εβδομάδα, με στόχο την καθημερινή γύμναση και η διάρκεια 20-60 min.
  2. Η ένταση της άσκησης συνιστάται να είναι χαμηλή προς μέτρια (40-50% of VO2 max or 55-65% of HRmax), καθώς δεν έχει διαπιστωθεί ότι η υψηλότερη ένταση φέρνει καλύτερα αποτελέσματα
  3. Για την καλύτερη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης συνιστάται αύξηση της διάρκειας και της συχνότητας γύμνασης και όχι τόσο της έντασης
  4. Η γύμναση να περιλαμβάνει ασκήσεις αντοχής, μυϊκής ενδυνάμωσης και ευλυγισίας.
  5. Πρέπει η γύμναση να περιλαμβάνει ικανή προθέρμανση αρχικά και αποθεραπεία μετά το κύριο πρόγραμμα της γύμνασης.

ΟΦΕΛΗ ΤΗΣ ΓΥΜΝΑΣΗΣ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ

Η συμμετοχή στα προγράμματα θεραπευτικής άσκησης επιβάλλεται στους ασθενείς με καρδιαγγειακά νοσήματα. Η συστηματική άσκηση επιφέρει σημαντική αύξηση της καρδιοαναπνευστικής ικανότητας, η οποία στους ασθενείς μετά από έμφραγμα και σε αυτούς με καρδιακή ανεπάρκεια είναι ιδιαίτερα μειωμένη.

Η αύξηση αυτή της αερόβιας ικανότητας αποδίδεται περισσότερο στις περιφερικές προσαρμογές και λιγότερο στις κεντρικές που επέρχονται. Ο βαθμός των προσαρμογών αυτών εξαρτάται από τους χαρακτήρες της γύμνασης και το επίπεδο φυσικής επάρκειας κάθε ασθενούς.

Η αεροβική γύμναση, ιδιαίτερα όταν συνοδεύεται και από πρόγραμμα ενδυνάμωσης με ήπιες στατικές ασκήσεις επιφέρει ευνοϊκές μορφολογικές και λειτουργικές μεταβολές στους σκελετικούς μύες των άκρων.

Συγκεκριμένα επέρχεται αύξηση της μυϊκής μάζας και βελτίωση της διαμέτρου των μυικών ινιδίων, αύξηση της σχέσης αιμοφόρων τριχοειδών αγγείων-διαμέτρου μυϊκών ινών, αύξηση του αριθμού των μιτοχονδρίων, καθώς και των οξειδωτικών ενζύμων.

Οι μορφολογικές αυτές προσαρμογές οδηγούν και σε ευνοϊκές λειτουργικές μεταβολές. Έτσι, παρατηρείται σημαντική βελτίωση της μυϊκής αντοχής, δύναμης και μυϊκής ισχύος.

Ιδιαίτερα σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο, η συστηματική άσκηση παρέχει δευτερογενή προστασία, εμποδίζοντας την επανεμφάνιση κλινικών εκδηλώσεων. Αυτό το πετυχαίνει μειώνοντας την εξέλιξη της στεφανιαίας νόσου είτε με άμεσους μηχανισμούς, όπως μείωση των απαιτήσεων του μυοκαρδίου σε οξυγόνο, αύξηση της αιμάτωσής του και ευνοϊκή επίδραση στα επίπεδα των λιπιδίων του αίματος και στη λειτουργία της πήξεως του αίματος, είτε με έμμεσους, καταστέλλοντας τους γνωστούς παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου.

Η ελάττωση των απαιτήσεων του μυοκαρδίου σε οξυγόνο με τη χρόνια άσκηση οφείλεται στη μείωση της καρδιακής συχνότητας και της συστολικής και μέσης αρτηριακής πίεσης, τόσο κατά την ηρεμία όσο και κατά την υπομέγιστη άσκηση, καθώς και της καρδιακής παροχής κατά την υπομέγιστη άσκηση. Οι ευνοϊκές αυτές προσαρμογές αποδίδονται σε ελάττωση του τόνου του συμπαθητικού νευρικού συστήματος, λόγω της ελάττωσης των επιπέδων των κατεχολαμινών που κυκλοφορούν, σε αύξηση της δράσης του παρασυμπαθητικού και σε καταστολή του ενδογενούς καρδιακού ρυθμού.

Οι ωφέλιμες αυτές μεταβολές παίζουν σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση αρρυθμιών στο ισχαιμικό μυοκάρδιο. Επίσης, με τις προσαρμογές αυτές που επιφέρει η μακροχρόνια αεροβική άθληση, ρυθμίζεται ικανοποιητικά η αρτηριακή πίεση σε υπερτασικούς ασθενείς.

Η συστηματική άσκηση αυξάνει τα επίπεδα της υψηλής πυκνότητας (ΗDL) λιποπρωτεϊνικής χοληστερόλης και ελαττώνει τα επίπεδα των λιπιδιών στο αίμα. Βελτιώνει λοιπόν την λιπιδαιμική εικόνα του ατόμου (αύξηση σχέσης HDL-C/LDL-C) και έχει ευνοϊκή δράση στον μεταβολισμό των υδατανθράκων συμβάλλοντας στην αύξηση της ευαισθησίας των ιστών στην ινσουλίνη. Τα αποτελέσματα είναι πιο έντονα όταν η άσκηση συνδυαστεί με την εφαρμογή συστηματικής και κατάλληλης δίαιτας.

Σημαντικός είναι ο ρόλος της άσκησης στην ελάττωση της συγκολλητικότητας των αιμοπεταλίων και στην αύξηση της ινoδωλυτικής δραστηριότητας. Αυτό επιτυγχάνεται με την μείωση των επιπέδων του ινωδογόνου και του αναστολέα του ενεργοποιητή του πλασμινογόνου-1 και την αύξηση του ενεργοποιητή του t-PA.

Ευνοϊκή είναι η δράση της γύμνασης και στους δείκτες φλεγμονής. Είναι γνωστό ότι οι ασθενείς με στεφανιαία νόσο, καρδιακή ανεπάρκεια, σακχαρώδη διαβήτη, κ.ά. παρουσιάζουν αυξημένα επίπεδα IL-6 και TNF-α. Η συστηματική μακροχρόνια άσκηση οδηγεί σε μείωση των προφλεγμονωδών αυτών κυτοκινών και των μεσολαβητών λυτοκινών (sFas και sFasL) και μείωση της απόπτωσης των μυοκαρδιακών και ενδοθηλιακών κυττάρων. Παράλληλα, πλήθος μελετών δείχνει ότι επιφέρει σημαντική μείωση των επιπέδων της C αντιδρώσας πρωτεϊνης.

Σημαντικά είναι τα οφέλη και στο οξειδωτικό στρες, καθώς έχει βρεθεί ότι οι γυμνασμένοι έχουν χαμηλότερα επίπεδα υδροϋπεροξειδίων των λιπιδίων (PEROXs) και αντιδρώντων ουσιών του θειοβαρβιτουρικού οξέως (TBARs) συγκριτικά με τους αγύμναστους. Τόσο η αερόβια, όσο και η στατικού τύπου άσκηση προκαλούν αύξηση των επιπέδων της γλουταθειόνης και παράλληλα μείωση της οξειδωμένης μορφής της γλουταθειόνης, βελτιώνοντας έτσι το αντιοξειδωτικό αμυντικό σύστημα.

Η αερόβια κυρίως άσκηση έχει βρεθεί ότι οδηγεί σε μείωση των επιπέδων ομοκυστεϊνης, μειώνοντας έτσι τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.

Η αεροβική κυρίως γύμναση αυξάνει τον ουδό εμφάνισης στηθάγχης κατά την άσκηση και επομένως μειώνει τα συμπτώματα στηθάγχης ή καρδιακής ανεπάρκειας σε έναν ασθενή. Τα προγράμματα συστηματικής φυσικής δραστηριότητας επιφέρουν αύξηση της αιμάτωσης του μυοκαρδίου και ευνοούν την εμφάνιση παράπλευρης κυκλοφορίας στο ισχαιμικό μυοκάρδιο.

Σημαντικός είναι ο ρόλος κυρίως της αερόβιας γύμνασης και στη λειτουργία του ενδοθηλίου, καθώς επιφέρει αύξηση της αιματικής ροής και της τοιχωματικής τάσης και αύξηση της σύνθεσης και έκκρισης του μονοξειδίου του αζώτου (ΝΟ) και άλλων αγγειοδιασταλτικών ουσιών και παράλληλη μείωση των αγγειοσυσπαστικών ουσιών, όπως της ενδοθηλίνης-1, κ.ά.

Σε σημαντικό αριθμό μελετών υποστηρίζεται επίσης ότι η αεροβική κυρίως γύμναση βελτιώνει τη λειτουργική απόδοση του μυοκαρδίου, αυξάνοντας τον όγκο παλμού, το κλάσμα εξώθησης, τη μάζα της αριστερής κοιλίας, καθώς και τη συσταλτικότητα του μυοκαρδίου, τόσο σε υγιή, όσο και σε άτομα με δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας ισχαιμικής αιτιολογίας.

Ωστόσο, για τους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια υπάρχουν και αντίθετες απόψεις που υποστηρίζουν ότι η συστηματική γύμναση βελτιώνει την καρδιακή απόδοση, αλλά η ευνοϊκή επίδραση στη συνολική λειτουργική ικανότητα των ασθενών οφείλεται σε καλύτερη λειτουργία των σκελετικών μυών.

Η χρόνια άσκηση όμως προστατεύει και έμμεσα από την ισχαιμική νόσο του μυοκαρδίου καταστέλλοντας τους παράγοντες υψηλού κινδύνου που οδηγούν στην εμφάνισή της. Καταπολεμά, δηλαδή, την παχυσαρκία, ρυθμίζει καλύτερα την αρτηριακή πίεση, τον μεταβολισμό των υδατανθράκων σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη και οδηγεί σε διακοπή του καπνίσματος.

Σημαντικά είναι τα οφέλη της άσκησης και στον ψυχοκοινωνικό τομέα. Η αύξηση της φυσικής επάρκειας του ασθενούς συνοδεύεται από βελτίωση της ικανότητας αυτοεξυπηρέτησης, αυξάνει την αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση, βελτιώνει το αίσθημα ευεξίας, μειώνει τα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης και αυξάνει τη διάθεση για κοινωνική και επαγγελματική επαναδραστηριοποίηση.

Υπάρχουν, τέλος, αρκετές ενδείξεις ότι μειώνει την καρδιαγγειακή θνητότητα κατά 20-25%.

Επιπλοκές

Στους ασθενείς αυτούς ο κίνδυνος εμφάνισης μιας σοβαρής επιπλοκής στη διάρκεια της άσκησης είναι εξαιρετικά μικρός, όταν τηρούνται οι αρχές της ασφαλούς γύμνασης.

Στη βιβλιογραφία αναφέρεται ένα επεισόδιο καρδιακής ανακοπής ανά 30.000 ώρες συστηματικής φυσικής δραστηριότητας, καθώς και ένα θάνατο ανά 120.000 ώρες σε ασθενείς που είχαν ενταχθεί σε προγράμματα αποκατάστασης και ήταν κάτω από στενή ιατρική παρακολούθηση. Άλλες λιγότερο συχνές επιπλοκές που περιγράφονται είναι πνευμονική εμβολή, πνευμονικό οίδημα και καρδιογενές shock.

Η προσεκτική επιλογή των ασθενών, η κατάλληλη εκπαίδευση και η ορθή λήψη μέτρων ασφαλείας κατά την άσκηση μειώνουν ακόμη περισσότερο τον κίνδυνο.

Συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι η εφαρμογή προγραμμάτων αποκατάστασης των καρδιοπαθών αποτελεί μια πολύ αποτελεσματική, προσιτή και ασφαλή συμπληρωματική θεραπευτική μέθοδο που οδηγεί σε βελτίωση της λειτουργικής απόδοσης και της ποιότητας ζωής τους